- νυκτέπαρχος
- νυκτέπαρχος, ὁ (ΑΜ)(στο Βυζάντιο) έπαρχος, αρχηγός τής νυχτερινής φρουράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἔπαρχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυκτέπαρχος — praefectus vigilum masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτεπάρχου — νυκτέπαρχος praefectus vigilum masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτεπάρχους — νυκτέπαρχος praefectus vigilum masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτεπάρχων — νυκτέπαρχος praefectus vigilum masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτέπαρχον — νυκτέπαρχος praefectus vigilum masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Praefectus urbi — Ancient Rome This article is part of the series: Politics and government of Ancient Rome Periods … Wikipedia
NYCTOSTRATEGI — apud Romanos, nocturni erant Magistratus in provinciis, qui armati noctu urbem perlustrabant, publicae quietis gratiâ. Arcadius l. ult. §. 1. ff. de mun. et honore, vocis meminit, Nyctostrategi et pistrinorum Curatores personale munus obeunt. Ita … Hofmann J. Lexicon universale
νυκτοστράτηγος — νυκτοστράτηγος, ὁ (Α) αρχηγός νυχτερινής φρουράς, πιθ. ο νυκτέπαρχος* … Dictionary of Greek
νυκτοφυλακώ — νυκτοφυλακῶ, έω (Α) [νυκτοφύλαξ] 1. (ιδίως για στρατ.) φρουρώ κατά τη νύχτα 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ νυκτοφυλακῶν ο νυκτέπαρχος*, ο νυκτοστράτηγος* … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek